καλοφαγάς

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. καλοφαγού
αυτός που καλοτρώει, αυτός που τρώει καλή, εκλεκτή και άφθονη τροφή, λιχούδης.