Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καλόβολος

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

-η, -ο
καλόγνωμος, συγκαταβατικός, βολικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλ(ο)- + -βολος (< βολή [II]), πρβλ. ά-βολος, κακό-βολος].