καμέλια

From LSJ

Μένει δ' ἑκάστῳ τοῦθ', ὅπερ μέλλει, παθεῖν → Quod destinatum sorte, non fugies pati → Ein jeder muss das leiden, was er leiden soll

Menander, Monostichoi, 349

Greek Monolingual


διακοσμητικό φυτό που ανήκει στο γένος τών θεοειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. camelia < νεολατ. camellia < κύριο όν. Camelli, μοναχός που έφερε το φυτό από την τροπική Ασία τον 17ο αιώνα].