καμίνευμα
From LSJ
ὅνος λύρας ἀκούει κινῶν τά ὦτα → a donkey hears the lyre and wiggles its ears, caviar to the general
Greek Monolingual
το καμινεύω
η κατεργασία του μετάλλου σε κάμινο η πύρωση ή τήξη μιας ύλης σε καμίνι, η ανθρακοποίηση ξύλων, η ασβεστοποίηση λίθων κ.λπ.