καμακώνω

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

Greek Monolingual

καμάκι
1. ψαρεύω με καμάκι, χτυπώ το ψάρι με καμάκι, καμακίζω
2. προσελκύω γυναίκα με επιπόλαιο και ανόητο τρόπο («ύστερα από πολλές προσπάθειες τήν καμάκωσε»).