προσελκύω

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70

German (Pape)

[Seite 759] giebt aor. u. a. tempp. zu προσέλκω (s. ἑλκύω), προσέλκυσαι σὸν παῖδα, Eur. Hipp. 1432.

French (Bailly abrégé)

seul. au Moy. προσειλκυσάμην;
attirer à soi, acc..
Étymologie: πρός, ἑλκύω.

Greek Monolingual

Ν
1. έλκω προς το μέρος μου, τραβώ προς εμένα
2. φέρνω προς εμένα, φέρνω με το μέρος μου, δελεάζω, γοητεύωπροσελκύω οπαδούς»)
3. παρασύρω, συγκεντρώνω αποσπώ («ο γλαφυρός του λόγος προσείλκυσε το ενδιαφέρον όλων τών παρεβρισκομένων»).