τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
-ή, -ό κάνω1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος.