καμωτός

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό κάνω
1. εργασμένος, φτιαχτός, καμωμένος
2. αυτός που δεν υπάρχει εκ φύσεως, χειροποίητος.