κανονάρχος
From LSJ
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
Greek Monolingual
ο (Μ κανονάρχος και καλονάρχος)
βλ. κανονάρχης.
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
ο (Μ κανονάρχος και καλονάρχος)
βλ. κανονάρχης.