καπφάλαρα

From LSJ

κραδία δὲ φόβῳ φρένα λακτίζει → my heart knocks at my ribs

Source

German (Pape)

[Seite 1324] richtiger κὰπ φάλαρα, s. κάπ.

French (Bailly abrégé)

ou mieux κὰπ φάλαρα;
v. κάπ.

Greek (Liddell-Scott)

καπφάλαρα: ἧττον ὀρθὸς τύπος ἀντὶ κάπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα Ἰλ. Π. 106.

Greek Monotonic

καπφάλαρα: αντί κὰπ (δηλ. κατὰ) φάλαρα.