καρβατίνη
From LSJ
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
German (Pape)
[Seite 1326] ἡ (Poll. 7, 88 leitet es von Κάρ ab), Bauernschuh von rohem Leder, VLL.; Xen. An. 4, 5, 14 ἦσαν, ἐπειδὴ ἀπέλιπε τὰ ἀρχαῖα ὑποδήματα, καρβατίναι αὐτοῖς πεποιημέναι ἐκ τῶν νεοδάρτων βοῶν; Arist. H. A. 2, 1; Luc. Alex. 39. Eigtl. fem. von
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
d'ord. au plur. : αἱ καρβατίναι;
sorte de chaussure grossière en cuir pour les paysans.
Étymologie: DELG pas d'étym. claire ; -τινος, cf. δερμάτινος.