καρδινάλιος
From LSJ
κρατίστην εἶναι δημοκρατίαν τὴν μήτε πλουσίους ἄγαν μήτε πένητας ἔχουσαν πολίτας → the best democracy is that in which the citizens are neither very rich nor very poor (Thales/Plutarch)
Greek Monolingual
και καρδινάλις, ο (Μ καρδινάλιος και γαρδινάλης)
τίτλος ανώτερων κληρικών της Δυτικής Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν το ιερό κονκλάβιο που εκλέγει τον πάπα
νεοελλ.
είδος ωδικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardinalis «πρωτεύων»].