γαρδινάλης
From LSJ
οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand
Greek Monolingual
ο και γαρδενάλης και γαρδινάλες και γαρδινάλιος
ο καρδινάλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (βενετ.) gαrdenαl < λατ. cardinalis].