καρδινάλιος

Greek Monolingual

και καρδινάλις, ο (Μ καρδινάλιος και γαρδινάλης)
τίτλος ανώτερων κληρικών της Δυτικής Εκκλησίας, οι οποίοι αποτελούν το ιερό κονκλάβιο που εκλέγει τον πάπα
νεοελλ.
είδος ωδικού πτηνού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. cardinalis «πρωτεύων»].