καρκινίδιον
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
German (Pape)
[Seite 1327] τό, dim. zum Folgdn, Eust.
Greek Monolingual
καρκινίδιον, τὸ (Μ)
(υποκορ. του καρκίνος) μικρός κάβουρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ίδιον (πρβλ. μαχαιρ-ίδıoν, σφαιρ-ίδιον)].