στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
καστελλᾱτος, -η, -ον (Μ)
οχυρωμένος με πύργους, με φρούριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellatus (< castellum «κάστρο» + κατάλ. -atus)].