κατάκλυση

From LSJ

ἡ πολιτευομένη τῆς ἀρτάβης τιμήcustomary price of artaba

Source

Greek Monolingual

η (Α κατάκλυσις) κατακλύζω
νεοελλ.
ναυτ. η υπερπλήρωση διαμερίσματος πλοίου με νερό
αρχ.
το κλύσμα.