κατάμουτρα

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα»)
2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τον πρόσβαλε κατάμουτρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα].