κατάμουτρα
From LSJ
τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple
Greek Monolingual
επίρρ.
1. κατευθείαν στο πρόσωπο («μάς χτυπάει ο ήλιος κατάμουτρα»)
2. μπροστά σε κάποιον, ενώπιον κάποιου («τον πρόσβαλε κατάμουτρα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. κατά μούτρα].