κατάσβεση

From LSJ

Κακὸν φέρουσι καρπὸν οἱ κακοὶ φίλοι → Evil friends bear evil fruit → Malo ex amico fructus oritur pessimusErtrag, den schlechte Freunde bringen, der ist schlecht

Menander, Monostichoi, 293

Greek Monolingual

η (AM κατάσβεσις) κατασβέννυμι
ολοκληρωτικό σβήσιμοκατάσβεσις τῶν ἐμπιπραμένων», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
κατάπαυση, καταστολή, κατασίγαση.