κατάχλομος

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313

Greek Monolingual

-η, -ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, -η, -ο
1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος
2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος.