κάτωχρος

From LSJ

παραβλύζειν τοῦ οἴνου ἐν τῷ ὕπνωdisgorge wine in one's sleep, belch a bit of wine in one's sleep

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ο εντελώς ωχρός, κατάχλομος, κατακίτρινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ὠχρός.