κατάχλομος

From LSJ

Θέλω τύχης σταλαγμὸν ἢ φρενῶν πίθον → Melior fortunae guttula artis urceo → Ein Topfen Glück ist mehr wert als ein Fass Verstand

Menander, Monostichoi, 240

Greek Monolingual

-η, -ο και εσφ. γρφ. κατάχλωμος, -η, -ο
1. πολύ χλομός, κάτωχρος, κατακίτρινος
2. συνεκδ. έντρομος, περίφοβος.