καταγραφέας
From LSJ
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
Greek Monolingual
ο (Μ καταγραφεύς) καταγραφή
αυτός που καταγράφει κάτι, που κάνει καταγραφή (α. «ο καταγραφέας της περιουσίας» β. «ὁ τῶν ἐθνικῶν καταγραφεύς», Ευδοκ.)
νεοελλ.
1. ο απογραφέας
2. αυτογραφικό όργανο το οποίο κινείται αυτόματα και χαράσσει σημεία ή γραμμές ανάλογες προς την κίνηση ή την πίεση του αντικειμένου που εξετάζεται.