απογραφέας

From LSJ

αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death

Source

Greek Monolingual

ο (Α ἀπογραφεύς)
εκείνος ο οποίος κάνει απογραφή
αρχ.
αυτός που συντάσσει το κτηματολόγιο.