καταδεεστέρως
From LSJ
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
Russian (Dvoretsky)
καταδεεστέρως: крайне бедно (слабо), весьма неважно (ἔχειν περί τι Dem. и πρός τι Arst.): οἱ καταδεέστερον πράττοντες Isocr. те, кто победнее, неимущие.