καταδεεστέρως

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167

Russian (Dvoretsky)

καταδεεστέρως: крайне бедно (слабо), весьма неважно (ἔχειν περί τι Dem. и πρός τι Arst.): οἱ καταδεέστερον πράττοντες Isocr. те, кто победнее, неимущие.