καταδραθῶ

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

German (Pape)

[Seite 1347] s. καταδαρθάνω.

French (Bailly abrégé)

sbj. ao. Pass. épq. de καταδαρθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδρᾰθῶ: ἴδε καταδαρθάνω.

Russian (Dvoretsky)

καταδρᾰθῶ: эп. conjct. aor. pass. к καταδαρθάνω.