κατακληίς

From LSJ

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563

Greek Monolingual

κατακληΐς, -ῖδος, ἡ (Α)
(ιων. και επικ. τ.) βλ. κατακλείδα.