κατακόκκινος

From LSJ

ἀλλ' οὐκ οἰωνοῖσιν ἐρύσσατο κῆρα μέλαιναν → by no augury could he ward off black death

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατακόκκινος, -ον)
αυτός που έχει έντονο κόκκινο χρώμα
νεοελλ.
παροιμ. «κι έτσι κι έτσι κόκκινη, κι έτσι κατακόκκινη» — γι' αυτόν που αδιαφορεί για μεγάλο αδίκημα που έκανε.