καταπιεστικός

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που ασκεί καταπίεση ή που γίνεται για καταπίεση, καταθλιπτικός («καταπιεστική φορολογία»)
2. καταδυναστευτικός, τυραννικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπιέζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν του Σκαρλάτου Βυζάντιου].