καταῤῥέζω
From LSJ
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
German (Pape)
[Seite 1375] (s. ῥέζω), heruntermachen, streicheln, u. dadurch liebkosen od. besänftigen, χειρί τέ μιν κατέρεξε, Il. 1, 361 u. öfter, u. sp. D., wie Ap. Rh. 4, 687 Callim. Dian. 29; καῤῥέζουσα, ep. = καταῤῥέζουσα, Il. 5, 424.