κατευόδωση
From LSJ
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
Greek Monolingual
η (AM κατευόδωσις) κατευοδώ
καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος
νεοελλ.
το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει.
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
η (AM κατευόδωσις) κατευοδώ
καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος
νεοελλ.
το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει.