έκβαση
From LSJ
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement
η (AM ἔκβασις)
1. το αποτέλεσμα, η κατάληξη, το τέλος, («ἡ ἔκβαση τῶν ἐκλογῶν»)
2. εκπλήρωση, πραγματοποίηση
αρχ.
1. τόπος για έξοδο, για απόβαση
2. έξοδος, στενό πέρασμα
3. απόβαση, αποβίβαση
4. διαφυγή, απαλλαγή
5. εισόδημα, έσοδο
6. εκτροπή, παρέκκλιση
7. απομάκρυνση, παρέκβαση.