κατευόδωση

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

η (AM κατευόδωσις) κατευοδώ
καλή έκβαση, επιτυχία, πρόοδος
νεοελλ.
το κατευόδωμα, το ξεπροβόδισμα κάποιου που φεύγει.