καυχάς

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

German (Pape)

[Seite 1409] άδος, ἡ, die Großprahlerinn?

Greek (Liddell-Scott)

καυχάς: -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.

Greek Monolingual

καυχάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι-μαινάς.