Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καυχάς

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

German (Pape)

[Seite 1409] άδος, ἡ, die Großprahlerinn?

Greek (Liddell-Scott)

καυχάς: -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.

Greek Monolingual

καυχάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι-μαινάς.