καυχάς

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

German (Pape)

[Seite 1409] άδος, ἡ, die Großprahlerinn?

Greek (Liddell-Scott)

καυχάς: -άδος, ἡ, ἡ καυχωμένη, ἡ καυχησιάρα, μεταγεν.

Greek Monolingual

καυχάς, -άδος, ἡ (Α)
αυτή που καυχιέται, η καυχησιάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυχῶμαι, κατά το σχήμα μαίνομαι-μαινάς.