κεκράξομαι Search Google

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source

French (Bailly abrégé)

v. κράζω.

Greek Monotonic

κεκράξομαι: Αττ. μέλ. του κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεκράξομαι fut. perf. van κράζω.

Russian (Dvoretsky)

κεκράξομαι: fut. к κράζω.