κενοποιός

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

κενοποιός, -όν (Α)
αυτός που χαλαρώνει και εκκενώνει την κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιός (< ποιῶ)].