κενοποιός

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

κενοποιός, -όν (Α)
αυτός που χαλαρώνει και εκκενώνει την κοιλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιός (< ποιῶ)].