Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
κενοποιός, -όν (Α)αυτός που χαλαρώνει και εκκενώνει την κοιλιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -ποιός (< ποιῶ)].