κεραμιαῖος
From LSJ
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
[Seite 1420] f. L. für κεραμεοῦς, Geopon.
κεραμιαῖος: -α, -ον, κεραμεοῦς, Φίλων Π. 273, 48.
κεραμιαῖος, -α, -ον (Μ) κέραμος
κεραμεούς.