κεραμοπλαστικός
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεραμοπλαστικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κεραμοπλαστική
η κεραμευτική
αρχ.
αυτός που ανήκει στον κεραμοπλάστη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραμοπλάστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στον Μιχ. Π. Λάμπρο].