κεραυνοβολέα

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

Greek Monolingual

κεραυνοβολέα, ἡ (Μ)
η κεραυνοβόληση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολία, ουσ. της μτγν. αρχ. ελλ.].