ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
κεραυνοβολέα, ἡ (Μ)η κεραυνοβόληση.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνοβολία, ουσ. της μτγν. αρχ. ελλ.].