κεραυνοβόληση
From LSJ
Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans
Greek Monolingual
η κεραυνοβόληση (ΑΜ κεραυνοβόλησις) κεραυνοβολώ
το χτύπημα με κεραυνό
νεοελλ.
1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια
2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.