κεραυνοβόληση
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
η κεραυνοβόληση (ΑΜ κεραυνοβόλησις) κεραυνοβολώ
το χτύπημα με κεραυνό
νεοελλ.
1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια
2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση.