κεφαλορθωτήρας

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

ο
κεφαλόδεσμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ(ο)- + ορθωτήρας < ορθωτήρ < ὀρθῶ «σηκώνω»].