κιθαριστικῶς

From LSJ

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
en jouant de la cithare.
Étymologie: κιθαριστικός.

Russian (Dvoretsky)

κῐθᾰριστικῶς: играя на кифаре Plut., Sext.