κινητοποίηση

From LSJ

Μὴ πάντα πειρῶ πᾶσι πιστεύειν ἀεί → Credenda cunctis esse cuncta ne putes → Glaub ja nicht allen alles immerdar

Menander, Monostichoi, 335

Greek Monolingual

η
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του κινητοποιώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κινητοποιώ. Η λ., στον λόγιο τ. κινητοποίησις, μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].