κισταφορώ

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

κισταφορῶ, -έω (Α) κισταφόρος
φέρω κίστη κατά τις μυστικές τελετές.