κιτταβίζω

From LSJ

τί ἥδιστον, τὸ ἐπιτυγχάνειν → what's pleasant, to get the goal

Source

German (Pape)

[Seite 1443] att. = κίσσα, κισσαβίζω.

Greek Monolingual

κιτταβίζω (Α)
(αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω.