κισσαβίζω
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
Att. κιτταβίζω, scream like a jay, Poll.5.90.
German (Pape)
[Seite 1442] att. κιτταβίζω, wie der Häher schreien, Poll. 5, 90.
Greek (Liddell-Scott)
κισσᾰβίζω: Ἀττ. κιττ-, κράζω ὡς κίσσα, Πολυδ. Ε΄, 90.
Greek Monolingual
κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α)
φωνάζω σαν κίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω.