κλανιάρης

From LSJ

οὑδείς ἐλεύθερος ἐαυτοῦ μή κρατῶν → no one is free if he cannot command himself

Source

Greek Monolingual

-άρα, -άρικο, θηλ. και κλανού κλανιά
1. πορδαλάς
2. μτφ. φοβιτσιάρης.