κλανιάρης
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
-άρα, -άρικο, θηλ. και κλανού κλανιά
1. πορδαλάς
2. μτφ. φοβιτσιάρης.